Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Μια ευχάριστη έκπληξη από τη Λυρική

* «Μαγικός Αυλός» του Μότσαρτ - Θέατρο Ολύμπια

ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ

Η καθυστερημένη πρόσληψη του Μότσαρτ στην Ελλάδα είναι γνωστή και ιστορικά όχι δυσεξήγητη.

 

Ετσι, ας μη φαίνεται περίεργο που ο ανά τον κόσμο δημοφιλέστατος «Μαγικός Αυλός» προστέθηκε στο ρεπερτόριο της ΕΛΣ μόλις το 1969 από τον Αντίοχο Ευαγγελάτο· πριν απ' αυτό, μεταπολεμικά οι Αθηναίοι τον είχαν ακούσει στο Φεστιβάλ Αθηνών του 1957 από τις δυνάμεις της Οπερας της Βιέννης με λυρικούς αστέρες της εποχής, γνωστούς από τη δισκογραφία.

Στις μέρες μας πλέον, ύστερα από χιλιάδες ανεβάσματα, η δημοφιλής, παραπλανητικά εύκολη όπερα του Μότσαρτ σπάνια ευτυχεί επί σκηνής: έχοντας παρακολουθήσει ουκ ολίγες διεθνείς παραγωγές, μεταξύ αυτών και αρκετές στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ, θα έλεγα ότι συνήθως το έργο πέφτει θύμα υπερβολικά εκκεντρικών προσεγγίσεων είτε ανέμπνευστα συμβατικών αναβιώσεων. Ετσι η ωραία, έξυπνη σκηνοθεσία του Μπερνάρ Αρνό για την ΕΛΣ αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη (4/12/2010).

Ο Γάλλος σκηνοθέτης, δουλειά του οποίου πρωτοείδαμε εν Ελλάδι στο Μέγαρο Μουσικής («Θαΐς», 2009), είχε αρχικά προσκληθεί από την ΕΛΣ για την προγραμματισμένη «Πηνελόπη» του Φορέ, που όμως ακυρώθηκε λόγω οικονομικής κρίσης. Την κατ' αρχήν καλαίσθητη πρότασή του για το πέμπτο ανέβασμα του μοτσάρτειου αριστουργήματος στο «Ολύμπια» χαρακτήρισε ο γοητευτικός, δραματουργικά ισορροπημένος συνδυασμός αφήγησης του μύθου με έμμεσες αναφορές στις σκηνικές και εξωμουσικές καταβολές του έργου. Κλείνει το μάτι στο θεατή

Ούτε απλοϊκή ούτε παραφορτωμένη με αναλύσεις και επισχολιασμούς, που ο Μότσαρτ και ο Σικανέντερ θα έβρισκαν εκτός των προθέσεών τους, η ανάλαφρη ανάγνωσή του διασκέδασε, συγκίνησε και πρόσφερε κάθαρση. Ταυτόχρονα έκλεινε καλοπροαίρετα το μάτι στο σύγχρονο θεατή, αναδεικνύοντας αβίαστα σχέσεις με το λαϊκό θέατρο και τον φθίνοντα κόσμο του μπαρόκ, ενώ φώτισε νηφάλια και τίμια τις απερίφραστα ιδεολογικές υπαγορεύσεις από τους κόσμους του Διαφωτισμού και του τεκτονισμού.

Το μονοτοπικό σκηνικό του Μπρούνο Σβενγκλ, ένα τετράγωνο προαύλιο περικλειόμενο από βλοσυρές, ψευδονεοκλασικές αρχιτεκτονικές προσόψεις με μασονικά σύμβολα, λειτούργησε τέλεια ως πεδίο δράσης του μύθου, αλλά και ως υποδήλωση του ιδεολογικού τόπου. Ομοίως, τα κουστούμια εποχής του ιδίου συνδύασαν τις έξυπνα επισχολιασμένες ιστορι(κιστι)κές θεατρικές φορεσιές (πρωταγωνιστές) με καθημερινές φορεσιές εποχής Μότσαρτ (αδελφότητα μυημένων), θυμίζοντάς μας ότι ο «Μαγικός Αυλός», πολύ μακράν τού να εξαντλείται ως παραμύθι για παιδιά, είναι -μεταξύ άλλων- μια στοχευμένα διδακτική, ιδεολογική μασκαράτα.

Εξ ολοκλήρου εγχώρια διανομή

Μουσικά η παραγωγή υπήρξε γενικώς καλή και ομοιογενής, αλλά από άποψη πιστότητας ύφους στο τραγούδι (βάρη φωνών, διαμόρφωση φραστικής, δυναμικές) απλώς προσεγγιστική· αναμφίβολα θα βελτιωθεί αρκετά «ωριμάζοντας» στις επόμενες παραστάσεις. Με εξαίρεση τη μεμονωμένη μετάκληση για την Πρώτη Κυρία (;!), οι διανομές στηρίχθηκαν εξ ολοκλήρου σε εγχώριες δυνάμεις. Η υψίφωνος Μαρία Μητσοπούλου (Παμίνα) και ο τενόρος Αντώνης Κορωναίος (Ταμίνο) ενσάρκωσαν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι πειστικά, με καλές φωνητικές ερμηνείες, δομημένες με αφιέρωση και προσοχή.

Ο βαρύτονος Χάρης Αδριανός (Παπαγκένο), η υψίφωνος Ελπινίκη Ζερβού (Παπαγκένα) και τενόρος Χρήστος Κεχρής (Μονόστατος) προσέδωσαν με χάρη, άνεση και φρεσκάδα σωστούς, ισορροπημένα καρατερίστικους τόνους στους ρόλους τους.

Με τη φωνή της να έχει προσλάβει ευπρόσδεκτα σκούρους τόνους και δυναμικά οδηγημένη από το σκηνοθέτη, η Βασιλική Καραγιάννη ενσάρκωσε μια ταιριαστά λαμπερή, αιχμηρή και μοχθηρή Βασίλισσα της Νύχτας. Αντίθετα, το αισθητά αδυνατισμένο, πλην κρίσιμο για το ρόλο, χαμηλότερο ήμισυ της φωνής του βαθύφωνου Δημήτρη Καβράκου υπονόμευσε μουσικά και σκηνικά τη βαρύτητα που αρμόζει στην παρουσία του Ζαράστρο. Αισθητά άνισες, κυρίως ασυντόνιστες, ήσαν οι Τρεις Κυρίες (Κίρχνερ, Ηλιοπούλου, Ντίνα-Μαϊφάτοβα),φωνητικά και σκηνικά απολαυστικά τα Τρία Αγόρια που, δυστυχώς, ελλείψει παράδοσης, είναι παρ' ημίν πάντα... κορίτσια (Χαζιράκη, Μπάκα, Πετρογιάννη).

Αξιοπρεπείς ήσαν οι συμμετοχές στους λοιπούς ρόλους, κάπως τραχύς και με εκτός ύφους εξάρσεις δυναμικής ο ήχος της χορωδίας. Σβέλτη και ακριβής, με φροντίδα για τους μονωδούς και πρόθεση να είναι πιστή στο ειδικό βάρος της μοτσάρτειας γραφής, ήταν η διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη. *